οἰνοπληθής

οἰνοπληθής
οἰνοπληθής
abounding in wine
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οινοπληθής — οἰνοπληθής, ές (ΑΜ) (για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • SYROS — hodieque Siro, maris Aegaei insul. quam Homerus Syriam vocat in Odyss. uti Strabo et Stephanus testantur Syra Sophiano adhuc dicitur. Satis culta. Sub Turcis. Habet Episcop. Latini ritus. 16. milliae. a Thera Ins. Locus Hom. est Od. O. v. 402.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • γυναικοπληθής — γυναικοπληθής, ές (Α) αυτός που αποτελείται από πολλές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πληθής < πλήθος (πρβλ. οινοπληθής, παμπληθής)] …   Dictionary of Greek

  • εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • ԳԻՆԵԼԻՑ — ( ) NBH 1 0552 Chronological Sequence: Unknown date ա. μεθύων, οἱνοπλήθης ebrius, vino plenus Գինւով լցեալ. արբեալ. գինով, հարբած. ... *Յորժամ կառավարն գինելից իցէ, կառքն ընդ ո՛ր կամին՝ երթան. Ոսկ. ապաշխ. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”